ιόπεπλος

ιόπεπλος
ἰόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό-πεπλος, καλλί-πεπλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰόπεπλος — with violet robe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ιόπλοκος — ἰόπλοκος, ον (Α) 1. ο πλεγμένος με ία 2. ο ιοπλόκαμος 3. επίθ. τού Βάκχου και τής Αφροδίτης 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἰόπλοκος ἰόπεπλος ἀπὸ τοῡ χρώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. κυανό πλοκος, χρυσεό πλοκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”